Αλουσιάνος — (11ος αι. μ.Χ.). Δευτερότοκος γιος του Ααρών και ανιψιός του Σαμουήλ, ηγεμόνων των Βουλγάρων. Αιχμαλωτίστηκε μαζί με τα υπόλοιπα μέλη των οικογενειών των δύο ηγεμόνων από τον Βασίλειο B’ τον Βουλγαροκτόνο. Αργότερα διορίστηκε στρατηγός στη… … Dictionary of Greek
Άπροι — Αρχαία πόλη της Θράκης στην Προποντίδα. Στον 4ο αι. π.Χ. ήταν, μαζί με την Πέρινθο, η σημαντικότερη της περιοχής. Αργότερα μετονομάστηκε σε Θεοδοσιούπολη. Αναφέρεται και με το όνομα Άπρας. Μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους … Dictionary of Greek
Γαβράς — Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, που ήταν γνωστή ήδη από τον 11ο αι. Τα μέλη της αναδείχτηκαν σημαντικοί στρατηγοί έως και τον 13o αι. Μεταγενέστερα εμφανίζονται με το ίδιο επώνυμο αξιόλογοι λόγιοι και συγγραφείς. Η καταγωγή εκείνων που… … Dictionary of Greek
Θεόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θ. ο Σάμιος (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και αρχιτέκτονας, γιος του Τηλεκλή. Επινόησε διάφορα όργανα και μαζί με τον Ροίκο επινόησαν την κατασκευή χυτών ορειχάλκινων αγαλμάτων. Έλαβε μέρος στην οικοδόμηση … Dictionary of Greek
Οσροηνή — Με την ονομασία αυτή ήταν γνωστό τη ρωμαϊκή εποχή το ΒΔ τμήμα της Μεσοποταμίας, κοντά στα σύνορα της Συρίας από την οποία χωριζόταν με τον Ευφράτη ποταμό. Πρωτεύουσα της Ο. ήταν η Έδεσσα ή Ορρόη. Οι ηγεμόνες της, που έφεραν το όνομα Αβγάρ,… … Dictionary of Greek
Περπερηνή — Πόλη της Μυσίας στη Μικρά Ασία, ΝΑ του Αδραμύτιου και Β της Κισθήνης. Ονομαζόταν και Περπερήνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες του Στέφανου του Βυζάντιου στη πόλη αυτή πέθανε ο ιστορικός Θουκυδίδης. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Θεοδοσιούπολη. Σώζονται… … Dictionary of Greek